ῥῆμ'

ῥῆμ'
ῥῆμα , ῥῆμα
that which is said
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • 'ρημ' — ἐρημά , ἐρημάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …   Dictionary of Greek

  • είσω — εἴσω και ἔσω (Α) επίρρ. 1. (με ρήμ. που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα, μέσα σε («εἴσω κομίζου», Αισχ.) 2. (με ρήμ. που δηλώνουν στάση, ακινησία) μέσα, στο εσωτερικό («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (για χρόνο) μέσα σε χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 69 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 69 …   Deutsch Wikipedia

  • Ορθεία — Ὀρθεία και Fορθεία και Fωρθεία και Βωρθεία και Βορθέα και Ὀρθία και Fορθασία και Ὀρθωσία, ἡ (Α) επίθετο τής Αρτέμιδος στη Λακωνία και στην Αρκαδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. ὀρθός και εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών. Ο τ. Ὀρθία, που… …   Dictionary of Greek

  • άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …   Dictionary of Greek

  • άθεστος — ἄθεστος, ον (Α) αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»] …   Dictionary of Greek

  • άιντε — και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε (επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγετε, προστακτ. τού ρήμ. άγω*] …   Dictionary of Greek

  • άκουτος — η, ο αυτός που δεν ακούγεται, ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεστωτ. θ. τού ρήμ. ακούω η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”